- πάρμονος
- -ον, Αποιητ. τ. τού παράμονος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρμονώτερος — πάρμονος masc nom comp sg παράμονος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράμονος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Δεκίου (249 251). Η μνήμη του τιμάται στις 29 Νοεμβρίου. * * * και ποιητ. τ. πάρμονος, ον, ΜΑ παραμόνιμος μσν. αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek